- πλειοψηφώ
- πλειοψηφώ, πλειοψήφησα βλ. πίν. 73——————Σημειώσεις:πλειοψηφώ : έχει επικρατήσει αντί του παλιότερου πλειονοψηφώ.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πλειοψηφώ — και πλειονοψηφώ, έω, Ν έχω ή παίρνω την πλειοψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, ονος + ψηφώ (< ψηφος < ψήφος), πρβλ. ισο ψηφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Χρ. Βυζάντιο] … Dictionary of Greek
πλειοψηφώ — πλειοψήφησα, έχω ή παίρνω την πλειοψηφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλειονοψηφώ — έω, Ν βλ. πλειοψηφώ … Dictionary of Greek
πλειονοψηφώ — βλ. πλειοψηφώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)